- Βλησιδιά
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεωνιδίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλησίδι — το 1. δώρο που προσφέρεται στη νύφη κατά το γάμο: Το βλησίδι της πεθεράς της ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. 2. κρυμμένος θησαυρός που ανακαλύπτεται, πλούτος, αφθονία: Έκαμε βλησίδι λάδι φέτος. 3. το τάμα: Βλησίδια σκέπαζαν το εικόνισμα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)